εκχυδαΐζω

εκχυδαΐζω
1. κάνω κάτι εντελώς χυδαίο («εκχυδαΐζει τη γλώσσα»)
2. παθ. εκχυδαΐζομαι
γίνομαι χυδαίος
3. εκλαϊκεύω, υπεραπλουστεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκχυδαΐζω — εκχυδαΐζω, εκχυδάισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκχυδαΐζω — εκχυδάισα, εκχυδαΐστηκα, εκχυδαϊσμένος, μτβ., κάνω κάτι από ευγενικό ή σεμνό χυδαίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημοτικίζω — 1. μιλώ ή γράφω τη δημοτική γλώσσα 2. (κατά τους λεγόμενους καθαρολόγους ή καθαρευουσιάνους) εκχυδαΐζω την Ελληνική, μαλλιαρίζω 3. συμπαθώ τον δημοτικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • εκχυδάιση — η η πράξη και το αποτέλεσμα τού εκχυδαΐζω* …   Dictionary of Greek

  • προστυχεύω — και προστυχαίνω Ν [πρόστυχος] 1. μτφ. α) καθιστώ κάτι πρόστυχο, εκχυδαΐζω β) χαλώ την ποιότητα ενός πράγματος («τον τελευταίο καιρό άρχισε να προστυχαίνει τα πράγματά του») 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πρόστυχος β) (για ποιότητα) χειροτερεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”